- ἀφαιρετικός
- ἀφαιρετικόςfit for taking awaymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφαιρετικός — ή, ό (AM ἀφαιρετικός, ή, όν) 1. ο ικανός ή κατάλληλος για αφαίρεση 2. το θηλ. ως ουσ. η αφαιρετική αρχαία πτώση των ονομάτων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών αρχ. μσν. ο αρνητικός … Dictionary of Greek
αφαιρετικός — ή, ό ο κατάλληλος για αφαίρεση: Έχει μυαλό αφαιρετικό· το θηλ., αφαιρετική, η ως ουσ., σημαίνει την πτώση της αρχαιότερης ελληνικής, της λατινικής κι άλλων γλωσσών με την οποία δηλώνεται αφετηρία, προέλευση, απομάκρυνση κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφαιρετικά — ἀφαιρετικός fit for taking away neut nom/voc/acc pl ἀφαιρετικά̱ , ἀφαιρετικός fit for taking away fem nom/voc/acc dual ἀφαιρετικά̱ , ἀφαιρετικός fit for taking away fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετικῶν — ἀφαιρετικός fit for taking away fem gen pl ἀφαιρετικός fit for taking away masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετικόν — ἀφαιρετικός fit for taking away masc acc sg ἀφαιρετικός fit for taking away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετικαῖς — ἀφαιρετικός fit for taking away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετικαί — ἀφαιρετικός fit for taking away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετικοῖς — ἀφαιρετικός fit for taking away masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετικοί — ἀφαιρετικός fit for taking away masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετικοῦ — ἀφαιρετικός fit for taking away masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)